-
1 стандарт
οι προδιαγραφ/ές (πλ.), ο συγκεκριμένος τύπος, το στάνταρ (ξεν.)выпускать согласно - у βγάζω/κατασκευάζω βάση - ώνзолотой - ο χρυσούς κανών, ο κανών χρυσούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стандарт
-
2 деловой
делов||ойприл1. ὑπηρεσιακός, τῶν ὑποθέσεων/ ἐμπορικός (торговый):\деловойые отношения οἱ ὑπηρεσιακές σχέσεις, οἱ ἐμπορικές σχέσεις· \деловойая корреспонденция ἡ ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία· \деловой разговор ἡ σοβαρή συζήτηση, ἡ συζήτηση γιά ὑπόθεση·2. (дельный) πρακτικός, θετικός, τής δουλείας:\деловой подход ἡ πρακτική ἀντιμετώπιση. -
3 оборот
оборотм1. ἡ (περι)στροφή, ὁ γῦρος, τό γύρισμα:\оборот колеса ἡ στροφή τοῦ τρο-χοῦ, τό γύρισμα τής ρόδας·2. эк. ἡ κυκλοφορία:денежный \оборот ἡ χρηματική κυκλοφορία· торговый \оборот ἡ κυκλοφορία τῶν ἐμπορευμάτων, οἱ ἐμπορικές δοσοληψίες· \оборот капитала ἡ κυκλοφορία τοῦ κεφαλαίου·3. (обратная сторона) ἡ ἀνάποδη, τά νῶτα, τό πίσω μέρος:на \обороте ὀπισθεν делать надпись на \обороте ὀπισθογραφῶ·4. перен (поворот, направление) ἡ τροπή, ὁ δρόμος, ἡ κατεύθυνση [-ις]:дело принимает плохой \оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἀσχημη τροπή·5. (выражение) ἡ ἔκφραση[-ις]:\оборот речи ἡ Εκφραση· неправильный \оборот речи ἡ λαθεμένη Εκφραση· ◊ пустить в \оборот θέτω (или βάζω) σέ κυκλοφορία· взять кого-л. в \оборот разг σφίγγω τά λουριά κάποιου.